- ἁστάτων
- ἀστάτων , ἄστατοιhastatimasc gen plἀστάτων , ἄστατοςnever standing stillmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀστατῶν — ἀστατέω to be never at rest pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάτων — ἄστατοι hastati masc gen pl ἄστατος never standing still masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίγκιπας — ο / πρίγκιψ, ιπος, ΝΜΑ, και πρίγκηπας, θηλ. πριγκίπισσα και πριγκιπέσσα, Ν, πρίγκιπας, πρίγκιπος και πριγκίπιος, και τ. πληθ. πριγκιπάδες, Μ νεοελλ. μσν. τίτλος κοινωνικής διάκρισης ο οποίος γενικά απονεμόταν σε παιδιά βασιλιά ή και σε άλλα μέλη… … Dictionary of Greek